- χωριατόσπιτο
- τοσπίτι χωριάτικο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χωριατόσπιτο — το, Ν 1. σπίτι χωριάτη 2. (κατ επέκτ.) φτωχική κατοικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωριάτης + σπίτι] … Dictionary of Greek